Σας αρέσει να διαβάζετε αστεία κείμενα; Σας αρέσει να λέτε ωραίες ατάκες; Θα θέλατε να δείτε δική σας ατάκα εδώ; Τότε μην διστάσετε να μας στείλετε την δική σας ξεχωριστή ατάκα..!!! Aναμένουμε τα δικά σας, ξεχωριστά, μοναδικά και χαμογελαστά κειμενάκια. :-)

atakes.blog@gmail.com

Ιστορία Εκφράσεων Νο2


Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα

Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,.........

όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία. - Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει. - Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε. Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή. 

Δε μύρισα τα νύχια μου 
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νεμέα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης». Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμα τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή. Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει. 

Δεν περνά η μπογιά της 
Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ' αγόραζαν μόνο παστρικιές, αλλά κι αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες• οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε. 

Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του 
Ο Ασκληπιός άρχισε από επαρχιακός γιατρός στα Τρίκαλα. Αν έγινε θεός, το χρωστά στο Δία, που θέλησε κάπως ν' ασχοληθεί μαζί του. Ο Δίας ήξερε καλά να γιατρεύει τις αρρώστιες. Είχε, μάλιστα, ειδικότητα στις επιδημίες, αλλά ήταν πολύ μεγάλος, για να τον ζαλίζουν οι άνθρωποι με μικροπράγματα. Δημιούργησε λοιπόν, δεύτερες θεότητες, που πήραν πάνω τους τις καθημερινές έννοιες του γένους των θνητών. Ο Δίας κράτησε την ψυχή. Το σώμα το ανέλαβε ο Ασκληπιός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ο μόνος που βοήθησε τους φτωχούς και τους άρρωστους. Ο Παυσανίας μας εξηγεί, πώς ήταν τα Ασκληπία. Είχαν πελώριες αίθουσες, ανοιχτές στον καθαρό αέρα, κάτι σαν τα σημερινά σανατόρια. Στα Ασκληπία αυτά, αναφέρονται θεραπείες ψυχοπαθών, λεπρών, αρθριτικών και άλλων. Όσο τσαρλατάνικες κι αν φαίνονται σήμερα πολλές από τις θεραπείες του, ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός: Δεν ξεγελάει τους πελάτες του, δε ζητά πληρωμή, παρά αφού ευχαριστηθούν από την επέμβαση του. Κάποια τον ρωτάει -σε πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο-με τι τρόπο να κάνει παιδί. Άλλος πώς να ξαναβρεί την όραση του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Κάποια π.χ. τον ρωτά με ποιον τρόπο να κάνει το φίλο της να την αγαπήσει. «Να τον κλείσεις σ' ένα πολύ ζεστό δωμάτιο-τη συμβουλεύει εκείνος- κι αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους. 

Δίνω τόπο στην οργή 
«Δώσε τόπο της οργής», «έδωσα τόπο στην οργή», φράση που έχει από την αρχαιότητα την προέλευση της. Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (718) βρίσκουμε σχετικό στίχο: «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου». Αυτά τα λόγια λέει ο Αίμωνας στον πατέρα του τον Κρέοντα , που επιμένει να τιμωρήσει την Αντιγόνη, γιατί δεν υπάκουσε στη διαταγή του και έθαψε τον αδελφό της Πολυνείκη. «Είκε» = υποχώρησε, «θυμώ και» αντί «και θυμώ μετάοτασιν δίδου» = και άλλαξε γνώμη, δηλαδή, δώσε τόπο στην οργή. Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου (847) λέει η θεά Αθηνά στο Χορό (των Ευμενίδων): «οργάς ξυνοίσω σοι• γεραιτέρα γαρ ει». Η λ. οργή έχει και τη σημασία: διάθεσης, των αισθημάτων, όπως κι εδώ «θα δώσω τόπο στην οργή», θα υποχωρήσω και θα ανεχθώ τις διαθέσεις σου (ξυνοίσω = συνοίσω = μέλλων του συμφέρω, εδώ ανέχομαι, συγχωρώ, υπομένω), γιατί είσαι γεροντότερη (Ευριπ. Ελ. 80, Απόσπ. 31) «οργή είκειν» κ.ά. 

Κάλλιο αργά παρά ποτέ 
Παροιμία και σύγχρονα παροιμιακή, αυτή η φράση, θέλουμε να πιστεύουμε πως μας την άφησε ο Σωκράτης. Όταν, λοιπόν, ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;...». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας• έκανε μια... μετάφραση. Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μέν ούν μηδ' όλως τό βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου. 

Σιγά τον πολυέλαιο 
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ' Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του '21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».

Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και. σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα». Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού». 

Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας 
Έκφραση παροιμιακή, που ξεκινάει από πρόληψη και δεισιδαιμονία. Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνισμός», η φαγούρα, δηλαδή, το σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, τότε θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου, θα πάρω λεφτά», συνηθίζουμε να λέμε, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στ' αφτιά και στη μύτη. Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον απ αυτούς να ξύνει αφηρημένος τ αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο. -Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο Ας αναβάλουμε γι' αργότερα την εκστρατεία... Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση: «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας». 

Σώθηκε από το στόμα του λύκου 
Όταν ένας άνθρωπος σώζεται από κάποιο κίνδυνο, που τον απείλησε ξαφνικά λέμε συνήθως ότι «σώθηκε από το στόμα του λύκου» ή και κάποτε «εκ στόμα λέοντος».Οι φράσεις αυτές κρατούν από τα πολύ παλιά χρόνια και τις συναντάμε για πρώτη φορά στους Ψαλμούς, όταν ο Δαυίδ απευθύνεται στο θεό και του λέει «Σώσον με εκ στόματος λύκου» και πιο κάτω «εκ στόματος λέοντος». Αργότερα τις ίδιες αυτές φράσεις, τις μεταχειρίστηκαν ο Απόστολος Παύλος και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, σύγχρονος του Νέρωνα. Και οι δύο παρομοιάζουν το Νέρωνα με αιμοβόρο θηρίο, για την αφάνταστη σκληρότητα που έδειχνε στους ανθρώπους. Ο πρώτος -στη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο- αναφέρει, ότι σώθηκε «εκ στόματος λέοντος», ο δε δεύτερος συμπληρώνει: «Είτε λέοντα είτε λύκον τον επονομάσης, όλων των αγρίων θηρίων τα ονόματα γίνονται επωνυμία πρέποντα είς τους τυράννους. Εγώ, είναι αληθές, ότι εσώθην εκ στόματος λύκου». Την ίδια αυτή φράση τη συναντάμε συχνά στους Βυζαντινούς ιστορικούς και ο Χωνιάτης λέει σ΄ ένα σημείο ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειες του τελευταίου αυτοκράτορα της «η θεοφύλακτος δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από το στόμα του λύκου». Δηλαδή, από αυτούς που την κατάκτησαν, παρόλη την ηρωική αντίσταση της. 

Βγήκε ασπροπρόσωπος 
Πολλές φορές, αντί ν αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς. Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα. Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου. Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει. Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα. Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»

- Μια άλλη εκδοχή που την αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης (μελέτες και διηγήματα, τόμος 7ος σελ. 505, έκδοση Εταιρ. Ελλην. Εκδόσεων) λέει τα εξής: «Της αρβανιτικής παροιμιακής ευχής «ασπροπρόσωποι» «φακέ μπάρνα» (φράση γνωστή και στους Σουλιώτες), ο μύθος που μας δίνει ο Τερτσέτης φαίνεται υστερόχρονα φτιαγμένος. Ένας μπέης Αρβανίτης πριν κινήσει για τον πόλεμο, παράγγειλε στον τσέλιγκα του να προσέχει το κοπάδι. Γύρισε ο Μπέης από τον πόλεμο κι ο τσέλιγκας του πήγε για χαιρετισμό λίγες βιδούρες γιαούρτι. «Τι κάνει το κοπάδι ρώτησε ο Μπέης; «Αφέντη, όταν κίνησες με το καλό, φάγαμε απ' τη χαρά μας μας κάμποσα σφακτά, ύστερα μαθαίνοντας τις νίκες σου φάγαμε από τη χαρά μας άλλα τόσα, χτες πάλι μαθαίνοντας τον καλό σου ερχομό χαρήκαμε και τα άλλα». Ο Μπέης ακούγοντας αυτά, άδειασε τις βιδούρες στο κεφάλι του τσέλιγκα. Τότε αυτός τρέχοντας στο παζάρι φωνάζει: «Ασπροπρόσωπος, ασπροπρόσωπος». (Γ.Τερτσέτη, λόγος 25ης Μαρτίου 1872 σελ. 25).

- Άλλη παραλλαγή λέει πως ο Οδ. Ανδρούτσος κάποτε περίχυσε τον Κωλέττη σε κάποιο τραπέζι, όπου δειπνούσαν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Παραπλήσιες ερμηνείες δίνονται και από το Ν. Πολίτη στο έργο του «Παροιμίαι Ελληνικού λαού» Β' Τόμ. σ. 548, που έχουν σαν βάση τους άλλους μύθους».  
  


Δεν υπάρχουν σχόλια: