Σας αρέσει να διαβάζετε αστεία κείμενα; Σας αρέσει να λέτε ωραίες ατάκες; Θα θέλατε να δείτε δική σας ατάκα εδώ; Τότε μην διστάσετε να μας στείλετε την δική σας ξεχωριστή ατάκα..!!! Aναμένουμε τα δικά σας, ξεχωριστά, μοναδικά και χαμογελαστά κειμενάκια. :-)

atakes.blog@gmail.com

Ιστορία Εκφράσεων Νο4

Ιστορία Εκφράσεων
Χαιρέτα μου τον πλάτανο

Πρώτη εκδοχή Μια φράση που μας φαίνεται σήμερα εντελώς ακατανόητη, είναι το «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που τη λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον που μοιράζει απραγματοποίητες υποσχέσεις. Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα,.........

πάντα θυμάται με πόνο το γερο - Πλάτανο της πλατείας του χωριού του κι όποιον πατριώτη του συναντήσει να πηγαίνει στο χωριό τους του λέει: «χαιρέτα μου τον Πλάτανο.

Δεύτερη εκδοχή Κι όμως η φράση αυτή παλαιότερα είχε εντελώς διαφορετική σημασία και τη χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι αρματολοί της Επανάστασης. Όταν στις 25 Μαρτίου 1821, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έδωσε το σύνθημα της εθνικής εξέγερσης μετά από την ολονυκτία που έγινε στην Άγια Λαύρα, κρέμασε το λάβαρο σ' ένα μεγάλο πλάτανο, που βρισκότανε στον περίβολο της αυλής της Μονής. Κατόπιν άρχισαν να περνούν ένας - ένας κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του δένδρου, για να κοινωνήσουν. Από τότε, όταν κανείς απ' αυτούς, πήγαινε να πάρει εντολές ή να δώσει μηνύματα στον ηρωικό δεσπότη, οι σύντροφοι του έλεγαν: -Χαιρέτα μας τον πλάτανο. Με το «πλάτανο» εννοούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ή τον πλάτανο το δέντρο, που κοντά του κοινώνησαν.

Τρίτη εκδοχή Κατά μίαν άλλη εκδοχή, λένε πως πρόκειται για κάποιον πλάτανο, που κρύβει το μυστικό των θησαυρών του Αλή Πασά και του Κατσαντώνη. Πιστεύουν δηλαδή, πως οι θησαυροί αυτοί, ποτέ δε βρέθηκαν μέχρι σήμερα, κρύβονται κοντά σε κάποιο γνωστό στους έμπιστους του Κατσαντώνη πλάτανο, αφού ο ήρωας ξεψυχώντας ψιθύρισε στους δικούς του: -Να πείτε στη γυναίκα και στο γιο μου (που βρισκόντουσαν από καιρό στη Λευκάδα), να μου χαιρετάν τον Πλάτανον.


Το αμίλητο νερό

Είναι κι αυτό απομεινάρι των «Προλήψεων και των Δεισιδαιμονιών» του λαού μας. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν. Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της. Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά γινόντουσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες. 

Τα τσούξαμε

Κάποτε έφτασε στ' αφτιά του Δημοσθένη η φήμη ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν μανιώδης «οινοπότης» κι ότι καυχιόταν δημόσια γι' αυτό. Ο Δημοσθένης είπε τότε, χαμογελώντας: Αυτό δεν είναι προτέρημα βασιλιά, αλλά προτέρημα... σφουγγαριού. Η φράση αυτή του μεγάλου εκείνου ρήτορα έμεινε ως τα χρόνια μας, με μια μικρή παραλλαγή. Για κάποιον που ξέρουμε ότι πίνει πολύ, λέμε συνήθως ότι «αυτός δεν είναι άνθρωπος, αλλά σφουγγάρι». Ο Μέγας Αλέξανδρος, πάλι, ο γιος του Φίλιππου, μπορεί να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος μπεκρής από τους βασιλιάδες. Πολλές φορές, κάτω από την επίδραση του κρασιού, κοιμήθηκε δυο μέρες συνέχεια. Είναι γνωστό ακόμη, ότι πάνω στο μεθύσι του, σκότωσε τον Κλείτο, έναν από τους καλύτερους φίλους του και μεγαλύτερους Μακεδόνες στρατηγούς, στον οποίο χρωστούσε τη ζωή του. Από την πράξη αυτή του Αλέξανδρου, βγήκε η παροιμία «μπεκρής βασιλιάς, φονιάς των φίλων του». Αλλά και μεταξύ του ωραίου φύλου στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που κατέβαζαν ολόκληρους τόνους κρασιού. Αυτές, μάλιστα, ανακάτευαν το πιοτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο τσουχτερό. Απ' αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε». 

Έμεινε στα κρύα του λουτρού

Πρώτη εκδοχή Σε μια κοινωνία με τόσο ελαστικές αρχές, όπως ήταν το Βυζάντιο, τα μικτά λουτρά -όχι στη θάλασσα αλλά στις πισίνες- ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένο. Δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, που σαν σεβαστός ιεράρχης διαμαρτύρεται εντονότατα εναντίον των «μπαιν μιξτ» της εποχής του: «Κοινά δε ανέωκται ανδράσι ομού και γυναιξί συλλούονται και δούλοις γυμνοί αποδύονται και ανατρίβονται ύπ' αυτών». Τα λουτρά ήταν μαρμάρινα, με γούρνες ασημένιες και με ζεστό και κρύο νερό. Αναγκάστηκε όμως, να επέμβει η Εκκλησία. Η Σύνοδος της Λαοδικείας, στο λ' κανόνα της, κάνει πολύ αυστηρές απαγορεύσεις. Μεταξύ άλλων, απαγορεύει στους κληρικούς, τους καλόγερους και τους λαϊκούς, να λούζονται μαζί με τις γυναίκες: «Ει δε τις επί τούτω φοραθείη, ει μεν κληρικός είη καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αφοριζέσθω». Τις πρώτες, ωστόσο, μέρες της απαγόρευσης, παρόλο τον αφορισμό, πολλοί αδιαφορούσαν και πήγαιναν να πάρουν εκεί το μπάνιο τους. Αλλά μόλις άρχιζαν το λούσιμο τους, κοβόταν το ζεστό νερό και έτρεχε μόνο κρύο. Από αυτό, βγήκε και η φράση: «έμεινε στα κρύα του λουτρού», που τη λέμε για εκείνους που είναι βέβαιοι για την καλή έκβαση μιας υπόθεσης -κυρίως αισθηματικής- και την τελευταία στιγμή τα χάνουν όλα.

Δεύτερη εκδοχή Στα Βυζαντινά χρόνια, εκείνος που πήγαινε να λουσθεί στα γνωστά ατμόλουτρα, τα «χαμάμ» όπως τα λένε τούρκικα, δεν έμπαινε αμέσως στον πολύ θερμό χώρο, ούτε πάλι έβγαινε αμέσως στην ύπαιθρο. Κατά παλιά ρωμαϊκή παράδοση περνούσε πριν από άλλα δυο διαμερίσματα, που ο Γαληνός τα ονομάζει « ο ί κ ο υ ς » και τα οποία είχαν διαφορετική θερμοκρασία. Κι αυτό γινόταν, για να προφυλάγονται, φυσικά. Έτσι, όταν κανείς έπαιρνε το λουτρό του, έμπαινε μετά στο λεγόμενο «ψυχρολούσιον» ή κρύον, όπου ο αέρας ήταν ψυχρός, όσο και ο ατμοσφαιρικός. Ύστερα από λίγο πάλι, προχωρούσε στο λεγόμενο «χλυαροψύχιον» όπου η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Εκεί του άλειφαν το σώμα με διάφορες κρέμες κι έμπαινε στη συνέχεια, στο ζεστό χώρο, όπου του έκαναν εντριβή. Συνέβαινε όμως καμιά φορά, αυτός που ήθελε να λουσθεί και βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα, δηλαδή στο «χλιαροψύχιον» ή το «κρύον» κανένα έκτακτο γεγονός, όπως σεισμός, επιδρομή ή διάδοση μιας δυσάρεστης είδησης, οπότε το λουτρό διακοπτόταν στην αρχή του. Έμενε δηλαδή, ανεκπλήρωτος κατ' επέκταση ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει εκεί. Γι' αυτό ακόμα και σήμερα λέμε για κάποιο που οι επιθυμίες του έμειναν ανεκπλήρωτες -ανικανοποίητες από την αρχή ότι: «έμεινε στα κρύα του λουτρού». 

Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο

Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της. (Σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τους τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννινα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά. Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. Ο γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σε ανάλογες περιπτώσεις. 

Φύρδην-μίγδην

Επιρρηματική έκφραση, για να χαρακτηρίσουμε ένα γενικό ανακάτωμα. Το φύρδην προέρχεται από το «φύρω» (ανακατώνω, ζυμώνω, συγχέω), το δε μίγδην και μίγδα, επιρ. στη μέση, αναμίξ, ανάκατα. 

Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει

Πρώτη εκδοχή Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης –ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.

Δεύτερη εκδοχή Λέγεται ότι προέρχεται από εκείνους που κατακρίνανε την κυβέρνηση -την πολιτεία- της Εθνικής συνέλευσης των Ελλήνων, που έγινε στο Αργός στις 11/7 μέχρι τις 6/8/1829, η οποία «ευπειθώς καί ανεξετάστως εξετέλει τα θελήματα του Κυβερνήτου, γράφουσα ψηφίσματα προσχεδιασμένα εν τω γραφείο αυτού. (Χ.Τρικούπης ένθ. αν.). Και όπως γράφει παρακάτω: «Εξ απλής δε προέρχεται συμπτώσεως, ότι η παροιμία έχει το όνομα Γιάννης δηλονότι αυτό το του Κυθερνήτου Ιωάννου Καποδίστριου, διότι πιθανώς είναι παλαιοτέρα των χρόνων εκείνων». Παραπλήσια είναι η αρχαία: «Αυτός αυτόν αυλεί» (Διογεν. 216 Μακάρ. 162 Αποστόλ. 338 Σουϊδ.λ.). Όμοιες και οι νεότερες: Ρωμουν. Mirancea Bimirancea Saplatesca = O Μιράντσης πίνει, ο Μιράντσης να πληρώνει (Zanne 8106) Βουλγάρ. Gani Cerpi, Gani pii = ο Γάνης κερνά, ο Γάνης πίνει (παρά Π.θ. Τσίλλεφ). 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια: