Σας αρέσει να διαβάζετε αστεία κείμενα; Σας αρέσει να λέτε ωραίες ατάκες; Θα θέλατε να δείτε δική σας ατάκα εδώ; Τότε μην διστάσετε να μας στείλετε την δική σας ξεχωριστή ατάκα..!!! Aναμένουμε τα δικά σας, ξεχωριστά, μοναδικά και χαμογελαστά κειμενάκια. :-)

atakes.blog@gmail.com

Ιστορία Εκφράσεων Νο3

Ιστορία Εκφράσεων Νο3
Γηράσκω δ' αεί πολλά διδασκόμενος

Τη φράση αυτή, που θα πει «γερνώ μαθαίνοντας πάντα πολλά», την είπε ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ο νομοθέτης Αθηναίος Σόλωνας. Δείχνει δίψα και την ακούραστη αγάπη για μάθηση, ως μέσα στα γηρατειά του. 

Τον έκανε βούκινο.................
 
Τη χρησιμοποιούμε τη φράση, όταν «ένα μυστικό» έχει κοινολογηθεί και προέρχεται από το ηχητικό όργανο των αρχ. Ελλήνων «βυκάνην» ή «βούκινον». Οι Βυζαντινοί είχαν κάτι ανάλογο με τη σάλπιγγα (Λατιν. buccina που τη χρησιμοποιούσαν, για να μεταδώσουν ειδήσεις ή διαταγές στο ναυτικό και το στρατό. Στην αρχή το κατασκεύαζαν με κογχύλη (ομώνυμο), αργότερα από ξύλο, χαλκό ή κέρατο βοδιού. Πολλοί συσχετίζουν τη λέξη «βούκινο» όχι από το λατιν. buccina αλλά με το βόδι ή γιατί χρησιμοποιούσαν το κέρατο του, για να το κατασκευάσουν ή γιατί ο ήχος του «βούκινου» μοιάζει με το μηκυθμό του βοδιού. (lid. sc. 551/1)


Για ψύλλου πήδημα 
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα" ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα". 

Τα έβγαλε στη φόρα 
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος «κηρύκων», που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά. Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα -χωρίς, όμως, αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία- ο «κήρυκας» αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν, σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σ' ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να τον ακούσει, άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο: «Αδελφοί του Χριστού», έλεγε, «ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από το θεό και τους νόμους. Επειδή, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, γι' αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να 'ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κλπ.». Οι «κήρυκες» αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως, ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά («φόρουμ» στα λατινικά), για να έχει ήσυχη τη συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαλε στο φόρουμ = στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε. (Φ. Κουκούλες, «Βυζαντινών Βίος & Πολιτισμός»). 

Τον έπιασαν στα πράσα 
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά - Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι. Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε από τον ύπνο του. Του φάνηκε πως άκουσε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινιόταν ύποπτα μέσα στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ' ένα πήδημα γράπωσε από το σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παράδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί. Έτσι οι παλαιοί, όσο και οι σημερινοί Αθηναίοι, όταν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, λένε συνήθως ότι «τον έπιασαν στα πράσα». 

Τι καπνό φουμάρει 
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτούμε συνήθως: «τι καπνό φουμάρει;» Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη «καπνός» έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου: «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τάς οικείας των εντοπίων και ερωτούν: τι καπνό φουμάρει εδώ: Κατά την απόκρισιν δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν «καπνό», εννοούσαν σπίτι. 

Τα έκανε γης Μαδιάμ 
Οι Μαδιανίτες ήταν κάτοικοι της Χώρας Μαδιάμ, εκεί που κατέφυγε ο Μωυσής, μετά το φόνο του Αιγυπτίου και παντρεύτηκε την κόρη του ιερέα Ιοθώρ (Έξοδος ΙΗ -1). Με εντολή του Μωυσή οι Ισραηλίτες κατάστρεψαν τη χώρα: «Καί επολέμησαν εναντίον του Μαδιάμ, καθώς προσέταξεν Κύριος τον Μωυσήν, καί εθανάτωσαν πάν αρσενικόν. Καί εκτός των θανατωθέντων καί τους βασιλείς του Μαδιάμ εθανάτωσαν, τον Ευί καί τον Ρεκέμ καί τον Σούρ καί τον Ούρ καί τον Ρεβά, πέντε βασιλείς του Μαδιάμ. Καί τον Βαλαάμ υιόν του Βεώρ εθανάτωσαν εν μαχαίρα. Καί αιχμαλώτισαν οι υιοί του Ισραήλ τάς γυναίκας του Μαδιάμ καί τα παιδία αυτών και πάντα τα υπάρχοντα αυτών καί πάντας τους πύργους αυτών κατέκαυσον εν πυρί». (Αριθ. κεφ. ΛΑ - 7-10). Επίσης οι Ισραηλίτες νίκησαν τους Μαδιανίτες και κατάστρέψανε τη χώρα τους με αρχηγό το Γεδεών. (Κριταί κεφ. ΣΤ'-Ζ). 

Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι 
Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν’ αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγούμενα ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν. Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπόγος, ένα φοβερό εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του. Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ’ εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε. Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι». Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντας τα. Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, που δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ’ αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κτλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ’ αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς.

Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει 
Είναι ένα παιδικό παιχνίδι. Τα παιδιά κάθονται όλα γύρω - γύρω και ένα από αυτά ρωτάει αν πετάει κάποιο ζώο ή πράγμα. Αν πετάει, τότε σηκώνουν τα χέρια, αν, όμως, δεν πετάει το ζώο ή το πράγμα που θα πει και σηκώσει κανένα από τα παιδιά το χέρι του, τότε χάνει και σκύβει και τρώει μερικές «καρπαζιές». Τώρα αυτός που ρωτάει, για να τους ξεγελάσει, λέει γρήγορα ένα πουλί και μετά αμέσως ένα πράγμα, που να του μοιάζει στην εκφώνηση. Π.χ. Πετάει, πετάει το λελέκι, το λελέκι, το γελέκι. Τότε ξεγελιούνται και σηκώνουν το χέρι τους και χάνουν. Υπάρχει παραπλήσια παροιμία στους αρχαίους «Λύκου πτερά» (Διογενιακ. 504 ΒL. 207 Πλουτ. Βίοι 19 Γρηγ. Κυπρ. κλπ.). Τη φράση αυτήν τη μεταχειριζόμαστε, για να πούμε πως κάποιος είναι κουτός, και όταν δηλώνουμε ότι συμφωνούμε σε κάτι εν γνώσει μας λάθος, από υστεροβουλία, βαριεστημάρα κλπ. 

Τον έσπασα στο ξύλο 
Ακούμε τη φράση «να, έτσι θα σε σχίσω». Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειρίζονταν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες κι αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, για να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια. Αν το αδίκημα, του ενός ή του άλλου ήταν βαρύ ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί αυτός που αδίκησε με την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους. 

Κάποιος φούρνος γκρέμισε 
Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους... φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο. - Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους... Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!». - Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης. Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε» που τη λέμε, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό. 

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος 
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάιδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν' αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε. 
  



Δεν υπάρχουν σχόλια: